χρυσοπρυμνος

χρυσοπρυμνος
    χρυσόπρυμνος
    χρῡσό-πρυμνος
    2
    с золоченой кормой
    

(πορθμεῖον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρυσοπρυμνος" в других словарях:

  • χρυσόπρυμνος — ον, Α αυτός που έχει χρυσή πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί πρυμνος] …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπρύμνῳ — χρῡσοπρύμνῳ , χρυσόπρυμνος with gilded poop masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόπρυμνα — χρῡσόπρυμνα , χρυσόπρυμνος with gilded poop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»